|
ο человек с деревянной рукой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово человек с деревянной рукой? — ξυλοχέρης как с (ново)греческого переводится слово ξυλοχέρης? — человек с деревянной рукой — ιχθυοπώλις — σαμπάνια — απιστοποίητος — βασανιστήριο — οξύνω — εικονολατρεία — εκναυλώτρια — συνημμένα — ώς — εναντιωματικός — ιατροδικαστίνα — ανασκουμπώνω — διάδυση — δαφνοστολίζω — αισθησιοκρατικός — ωοθυλάκιο — ρόδο — αλευροσάκκι — γρασιδότοπος — εντερεκτασία — ποζάρω |
|||