|
ο τό попрошайка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово попрошайка? — γυρεψούλης как с (ново)греческого переводится слово γυρεψούλης? — попрошайка — μπαγλάρωμα — ακοφτος — λοξοκοίταγμα — προαυλισμός — συνεταιρισηκός — εμβληματολογία — πολωσιοσκόπιο — ερρωμένος — διπλοκοσκινίζω — πλινθοδομή — ιχνογράφος — διαχωρίζω — ανάδευμα — μεγαμπέρ — ξακοσαριά — κατάπιωμα — πεσσιμιστικός — αγκαθερός — προπλάττω — ατομοκρατία — αδέκαστα |
|||