|
το резец для дерева #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово резец для дерева? — σκαλπέλλο как с (ново)греческого переводится слово σκαλπέλλο? — резец для дерева — αλλοπαθητική — ψυκτήρας — φουξίνη — αντίστιξη — αυτοκινητίστρια — ξεθόλωμα — ωάριο — ματέ — χοή — ζυθεστιατόριο — φεγγοβολή — απανωβάζω — αντρικός — συνάδω — διαρροή — κιχώρι — καλοκαίρι — βρωμιά — παρηγορήτρια — προαγωγεύω — παραλιακά |
|||