|
η прерогатива #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прерогатива? — προνομία как с (ново)греческого переводится слово προνομία? — прерогатива — αδυνάτισμα — κολύμβημα — κοριτσίστικος — τσελιγγόπούλα — ταγγός — αιγοβοσκός — εκατομμυριούχα — βολτάρω — ελληνόγλωσσος — ανάβγαλμα — δημιούργημα — ακιγκλίδωτος — φτυαριά — φλύκταινα — δενδροβάτις — μελανειμονώ — κόπρος — πεπονάκι — ποοφάγος — επιτείχισμός — αναβιβασμός |
|||