|
ο 1) горб; 2) горбатый (человек), горбун #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горб? — γόμπος как на (ново)греческом будет слово горбатый? — γόμπος как на (ново)греческом будет слово горбун? — γόμπος как с (ново)греческого переводится слово γόμπος? — горб, горбатый, горбун — τρίπρακτος — φλεγματικός — πελαγίσιος — προεξάρχω — κωλυσιεργία — ξυλοφόρτωμα — σπερματούχος — λεπτουργός — τυχαίνω — γαλλόφιλος — αποπαστρεύω — αναδιπλωτός — περδικόπουλο — συγγέννσσα — παραμυθητικός — επίνοια — μπαγιονέττα — συμπάθεια — λαυρίον — αντικληρικός — πονετικός |
|||