|
стоящий в одном ряду; ~α γράμματα — буквы одного (фонетического) ряда; === ~ο αντικείμενο — грам. винительный внутреннего объекта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стоящий в одном ряду? — σύστοιχος как с (ново)греческого переводится слово σύστοιχος? — стоящий в одном ряду — αλχημικός — ξέκρεμος — άθληση — κρεματόριο — χαροποιός — αποβλακωμένος — λατερνατζής — τυπομανία — τζόγος — βαμβακοπαραγωγή — πολυμέταλλος — κανονιέρα — διαπυητικός — κουντρίζω — λυχναράκι — νεόπλουτος — τιτάνιος — παραστεκάμενο — αμετάστρεπτος — χαώδης — καφωδείον |
|||