|
1) скобяной; 2) кузнечный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скобяной? — σιδηρουργικός как на (ново)греческом будет слово кузнечный? — σιδηρουργικός как с (ново)греческого переводится слово σιδηρουργικός? — скобяной, кузнечный — ναυτιλία — αποστάθμιση — ελεφαντοστόλιστος — κατασκευαστός — αναβολή — σοκολατόπαιδο — εξάμηνος — μοιάσιμο — διαυλακώνω — διυλίζω — εξαϋλώνω — ξεγνοιάζομαι — διανοούμαι — μαύρο — αρτίδιον — περισκελίς — βαμβακόφυτος — λόρδωση — ανθόκλωνο — γνεθολόγημα — κουτσομπόλα |
|||