|
η благотворительница, благодетельница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово благотворительница? — ευεργέτισσα как на (ново)греческом будет слово благодетельница? — ευεργέτισσα как с (ново)греческого переводится слово ευεργέτισσα? — благотворительница, благодетельница — εκσκωρίαση — πυελοκυστίτιδα — νανόμετρο — αναφύτευση — μειοδοτώ — ξαναμώραμα — στειρωτικός — παρθενοφθορία — ανθοσκεπής — γρούδα — οδοντόκονη — φτύσμα — αφιλόπονος — ξελέκιασμα — βομβαρδισμένος — ράφτρα — μεθύστρα — άμπωτις — τσαμπουκαλής — εκφορτώνω — αλλαξιθρησκεία |
|||