|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακτινοσκοπικά? — — ημιόκλαση — υπεραυξάνω — απότρυγα — σταχτώνω — μπακίρωμα — μαραίνομαι — δροσοβόλος — δρομολογώ — κατατρομάζω — ραδιοακτινοβολία — κυμάτισμα — έκπτωση — κυκλοφορικός — φαρμακογενής — σκορπισμός — υπερδεξιός — μουρλός — χωρισμός — νευροπληξία — μοιχικός — αστέγαστος |
|||