|
το монограмма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монограмма? — γραμματοσύμπλεγμα как с (ново)греческого переводится слово γραμματοσύμπλεγμα? — монограмма — ζεύξη — κυτταρογενετική — γέψιμο — ανόργανος — Αναξίμανδρος — ουλαμός — ανακάθαρση — αρετσίνωτος — τετρασύλλαβος — αθερμικός — Ινδονήσιος — περιάνθιο — υπαισθησία — εκγυμνάζω — κωδωνοκρουσία — ισόνομος — στόμφος — κολάσιμος — αντενδείκνουμαι — χτενιστής — υποψιάζομαι |
|||