Новогреческий словарь
πανευδαίμων
πανευδαίμων
(-όνος)
блаженный, блаженнейший
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
блаженный
? —
πανευδαίμων
как на
(ново)греческом
будет слово
блаженнейший
? —
πανευδαίμων
как с
(ново)греческого
переводится слово
πανευδαίμων
? — блаженный, блаженнейший
#
(ново)греческий словарь
—
αλλεπαλληλία
—
ατμολέβητας
—
στέκα
—
αρχιμήδειος
—
χορευτά
—
πιπί
—
ελευθερία
—
σαδιστικός
—
γιγαντοοθόνη
—
συγκλίνον
—
χαριτόβρυτος
—
πλάγιασμα
—
κάθοδος
—
παραμένω
—
ταχυβόλο
—
δίνηση
—
αστερήσιος
—
επίπλασις
—
πολυκαιρίζω
—
παραξενεύομαι
—
ανεμορραγία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,