διστακτικότητα

формы словаβ
διστακτικότητα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово διστακτικότητα? —


πολεμίστριαμετάβασηαθερμομέτρητοςμαραθώνιοςαρέζωφθογγικόςεμπυηματικόςψοχρόαιμοςακρόστυλονβασιλικάνερουλιάρικοςυαλόχρουςαυτοτοξίνωσηπερουκιέρηςαυτοσκοπόςμετράωπεριηγητισμόςδιαθλώπολυαρθρίτιδαισόθερμοςπαγοποιία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit