|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διστακτικότητα? — — πολεμίστρια — μετάβαση — αθερμομέτρητος — μαραθώνιος — αρέζω — φθογγικός — εμπυηματικός — ψοχρόαιμος — ακρόστυλον — βασιλικά — νερουλιάρικος — υαλόχρους — αυτοτοξίνωση — περουκιέρης — αυτοσκοπός — μετράω — περιηγητισμός — διαθλώ — πολυαρθρίτιδα — ισόθερμος — παγοποιία |
|||