|
η одышка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одышка? — δύσπνοια как с (ново)греческого переводится слово δύσπνοια? — одышка — ήλιος — αυτοαναίρεση — αποστείρωση — απολεπίζομαι — διαγωνιστής — ομολογούμαι — πρωταθλήτρια — αγροφυσική — δολερότητα — αλεξίπυρος — τσιτσί — διύγρανση — βερεσέδια — σπανός — μετάξινος — τομαράς — πηγεμός — ανέμυαλος — ταχυγραφώ — βενζινάκατος — τελεσφόρος |
|||