|
ο водопроводный кран #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водопроводный кран? — ρουμπινές как с (ново)греческого переводится слово ρουμπινές? — водопроводный кран — συντρόφευμα — λεμβοδρομώ — εκπολιορκώ — άλυχνος — καλοκαιριάζω — επίξεση — μπούστος — νεωτεριστής — παροικώ — αποίκιλτος — κοντούλα — αρχιλακές — ακαταδίκαστος — μασονικός — κρεούργησις — ποίμνη — εγγεγραμμένος — μαχαιροπίρουνο — παραλίμνιος — Καβάλα — επιζώ |
|||