|
гремит гром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гремит гром? — μπουμπουνίζει как с (ново)греческого переводится слово μπουμπουνίζει? — гремит гром — αναπόδραστα — ανθρακοποιός — ξενύχτισσα — συναρχία — γκιόσα — μηνιαίος — αυτομάθεια — πληροφορούμαι — ρευματιά — υδρομετρία — ασυζητητί — ατροφοδότητος — προγόνι — αχάϊδευτος — χορηγητής — διακορής — ασχόλαστα — αφιλόνικος — ολονυχτίς — αντιπροοδευτικός — λεξικογράφηση |
|||