|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρύοψη? — — φυσιολογείο — συναλλαγματικός — ορθοτονούμαι — γλυκάκιας — χορηγητής — εκμαυλιστής — πειρακτήριο — κορυβοντιασμός — βδελύσσομαι — εδαφιαίος — ανέφελος — ιωνικά — ολιγοφαγία — γιουρούκος — προπέτισσα — ψυχολογώ — βροντοκοπώ — μουστακάκι — γουφάρι — μεταλλευτικός — ανεξακρίβωτος |
|||