|
ο 1) статист; 2) перен. пешка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово статист? — κομπάρσος как на (ново)греческом будет слово пешка? — κομπάρσος как с (ново)греческого переводится слово κομπάρσος? — статист, пешка — ανάστροφη — διάληψη — ντοκουμέντο — μισόστρατα — μεγαλοστομία — δέξιμο — σκοτεινάδα — αληθινός — αποκαθιστώ — αλλαντίοση — ξαναφεύγω — αχυραποθήκη — αρμονικότητα — αντηχείο — βαρυγγωμίζω — συμπόσιο — σιγαροποιός — δεκαεξαετής — ευκαιρώνω — βομβακοκλωστήριο — καιροσκόπος |
|||