|
η уст. 1) стекло; 2) оконное стекло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стекло? — ύαλος как на (ново)греческом будет слово оконное стекло? — ύαλος как с (ново)греческого переводится слово ύαλος? — стекло, оконное стекло — Χιονοπόλεμος — αποσφάζω — ανετρομαλίζομαι — βιβλιοταξία — αρμένισμα — χαμηλώνω — άπτερος — σχέδιο — λάχανο — γαστρολογία — ζητωκραυγάζω — γάβαλλο — σαγματοπώλης — αμυγμός — πεντακοσιοστός — μπαγκάζια — γυμνόστηθος — ατσαλόστομος — ανεμορραγία — υπογεγραμμένη — αιματοβάφω |
|||