|
: εξοφλώ ~ — фин. амортизировать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χρεωλυτικώς? — — ματάκιας — φουσκοδεντριά — υπεράνω — τοιχόστρωση — λυκειόπαιδο — ποταμάκι — ημιάνοικτος — ναζιάρης — ελεεινολόγηση — πλοιοκτησία — παρασύνθετος — στρογγυλοφέγγαρος — διαμαρτυρικό — αποστάλαγμα — αριθμητικώς — αρθρογραφώ — δεκαπενταύγουστος — ελατός — πανικοβάλλω — εμφανής — Ίωνας |
|||