Новогреческий словарь
χρεωλυτικώς
χρεωλυτικώς
:
εξοφλώ ~ — фин. амортизировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρεωλυτικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απάντεχος
—
νιχιλισμός
—
διόγκωση
—
ονάριο
—
ζαμπόν
—
ἀναστηθείς
—
μπαϊλντώ
—
ηλιοτροπισμός
—
αναπάρνητος
—
γέμωσμα
—
ηλιομετρία
—
ουτοπικός
—
αρχάνθρωπος
—
παχύδερμος
—
αξήγητος
—
αυτοϋποβολή
—
τραγάνισμα
—
νεανίσκος
—
δικανίκο
—
αιμοπότης
—
επανέρχομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве