|
η 1) прям., перен. угол; уголок; χτύπησε στήν ~ τής ντουλάπας — [phrase]он ударился об угол шкафа[/phrase]; σέ όλες τίς κώχες τής αυλής — [phrase]во всех уголках двора[/phrase]; 2) уголок (глаза); τό μαχαίρι έκανε κωχες — [phrase]нож зазубрился[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово угол? — κόχη как на (ново)греческом будет слово уголок? — κόχη как на (ново)греческом будет слово уголок? — κόχη как с (ново)греческого переводится слово κόχη? — угол, уголок, уголок — υποτροφία — αμπελήσιος — εξαγγελία — στερνήσιος — ποδηλάτις — παραποτάμιος — επισκευαστικός — πριγκιπάτο — ξεχνώ — διέστην — καταψιά — αυτόκαυστο — αψιθιά — βετούλη — αχράντως — βασανίζομαι — αοριστολόγος — αιμορροΐδες — ξεφωνητό — γυναικιστικα — εικοσαπλούς |
|||