Новогреческий словарь
εντερογραφία
εντερογραφία
η
энтерография
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
энтерография
? —
εντερογραφία
как с
(ново)греческого
переводится слово
εντερογραφία
? — энтерография
#
(ново)греческий словарь
—
ενόψει
—
ετήσιος
—
συγκρατούμαι
—
ποδοσφοιρικός
—
θύμα
—
καπριτσιόζα
—
ανυπεύθυνος
—
περίπτερο
—
στενωπός
—
εκτροχιάζομαι
—
χαλικοστρώνω
—
Φαρισαίος
—
χώρος
—
καματάρης
—
επιστημονικός
—
μόρφημα
—
ανελευθερία
—
βαμβακοχώραφο
—
λασκάρω
—
λεπτο-
—
κεφαλαιοποιούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве