|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λινόχρους? — — σαλιγγάρι — ωδίνω — παρασπόνδησις — Μαυροκορδάτος — ψηφίζω — δικτατορία — εποχλεύω — άπαυτος — δέντρινος — χασαπόπαιδο — υποεποχή — ορθοέπεια — δίτρυτος — κασονάκι — πτάξ — γράφομαι — πρόσφυξ — παρέλκυση — φελλόδρυς — παναμαδάκι — καννιβαλικός |
|||