|
η остриё; === οι ώρες τής ~ής — часы пик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остриё? — αιχμή как с (ново)греческого переводится слово αιχμή? — остриё — κβο-βάντις — τυχοδιωκτικός — αποφόρτιση — άβουλος — ροΐ — απαρομείωτος — διακωμωδώ — γυμνωσιά — προειδοποίηση — αφιλονίκητος — δικτυόδρομος — λύκαινα — ερείκη — υπηνεμούμαι — κτηνίατρος — εχεφρονώ — αυλόσκαλα — επιτρόπευση — αθρήνητος — επινοημένος — τράφηκα |
|||