|
ο оружейник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оружейник? — τουφεξής как с (ново)греческого переводится слово τουφεξής? — оружейник — σύνταξη — τριγλωσσία — αναρμόδιος — μπαμπού — διακινώ — σοροπιάζω — ταχύς — εγκάθειρκτος — κελάρισσα — τελμάτωση — παγκάρπιο — ζουζούνα — χυτοχάλυψ — λειχηνοειδής — ζωάρκεια — αλουπήσιος — μετρό — κυνηγετικός — εικοσαήμερο — υποσκέλιση — γαλακτόχρους |
|||