ντοματίτσα

формы словаβ
ντοματίτσα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ντοματίτσα? —


υπερεθνικόςκαταλύσιμοςυπερταξικόςκερατώδηςπρέφαοίαραμολίελλοβοκαρποςμαξιλαροθήκηζυγολόγιοκρυφτούλιαναστροφέαςβόθροςκιούπιαμαρτίαενθομητικόςαντιοφροδισιακόςκερασιάφωτεινόςκατολίσθησηαπορριψιμιό




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit