|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξενόκουμπο? — — αγωγιμότητα — περιορίσιμος — βλέφαρο — ελλοχεύω — χρυσορράπτρια — ισάξια — εκπωματιστήρας — κατηφόρα — αποβολιμαίος — ξυλόκαρφο — αστεϊσμός — γλείμμα — ανθρακέμπορος — ωοθηκίνη — πρωτεϊνοθεραπεία — αρμάρι — αιρετικός — χωνευτικός — εξακοσιετηρίδα — οδοκαθαριστής — αποκρεμάδα |
|||