Новогреческий словарь
καθαρτικό
καθαρτικό
το мед.
слабительное
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
слабительное
? —
καθαρτικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθαρτικό
? — слабительное
#
(ново)греческий словарь
—
απηρχαιωμένος
—
εικοσαετηρίδα
—
γύφτικα
—
απότοκο
—
χολερίνη
—
αληθοέπεια
—
αυτοχειριάζομαι
—
γλεντώ
—
κατηγόρεμα
—
εφευρίσκομαι
—
έσω
—
μονιάζω
—
δάσκαλος
—
παλαιοημερολογίτισσα
—
ξεκούρδιστος
—
πυροτεχνουργός
—
γιγαντεύω
—
γεροκουνενές
—
αλεκτορομαχία
—
αρπαξιά
—
σταύρωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве