|
мат. складывать, собирать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово складывать? — πτύσσω как на (ново)греческом будет слово собирать? — πτύσσω как с (ново)греческого переводится слово πτύσσω? — складывать, собирать — δεικτικός — κολάρο — ακρεος — ανακατωσιάρης — παχύτερος — φαναρτζοδουλειά — ραδιοϊσότοπα — φατνοοδοντικός — εντεταλμένος — είρπον — ακαταποσία — αμπελιάτικα — ευλογιοκομείον — ασβός — αμνήστευτος — ξυρόν — εξοικειώνομαι — ανακατωτός — κοντυλογραμμένος — νεκρόδειπνο — ανείκαστος |
|||