|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово απολέπισμα? — — απολείπομαι — χειροκίνητος — ολοψύχως — ανακωχάζω — γεροντοπός — αοκνία — φακίρικος — γυψοπλάστρια — προέκταση — φυματικός — ξεπουπουλλιάζω — μπεκρολόϊ — ξεστραβώνω — ορισμένος — μαννεκέν — χειροθετώ — σπασμωδικότητα — μεγαλουργώ — λευκοπυρωση — στελέχωση — γαστρορραγία |
|||