|
зевать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зевать? — χασμουρούμαι как с (ново)греческого переводится слово χασμουρούμαι? — зевать — αργοπόρια — ρεμπετεύω — αχρειολόγα — αριστερόχειρος — αντιφώνηση — αναποδιά — ξιφοφόρος — αδραχτιάζω — ηδονισμός — διάπριστος — μεταβαπτίζω — ακκόρδο — φλέγων — ζάβλακας — ασυνεννοησία — αποπληθωρισμένος — πολυτεκνία — αμμοδόχος — διάχρυσος — σαρκοφάγα — συχνώς |
|||