Новогреческий словарь
νερομπογιά
νερομπογιά
η 1)
акварельная краска
;
2)
акварель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
акварельная краска
? —
νερομπογιά
как на
(ново)греческом
будет слово
акварель
? —
νερομπογιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
νερομπογιά
? — акварельная краска, акварель
#
(ново)греческий словарь
—
κοχλάδι
—
επτανησιακός
—
ασπιδοφόρος
—
λιπαντής
—
συνδιάγω
—
παρέστιος
—
πλήκτρο
—
ακρίδα
—
μοχθηρά
—
υδαταγωγός
—
διασταλτικότητα
—
απεικάζω
—
γενναιόψυχος
—
αρκούδας
—
αροτρίωση
—
δουλογνώμων
—
δοκιμασμένος
—
παλικαριάτικο
—
διάφυση
—
αχερωμένος
—
εμπαίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω