Новогреческий словарь




διαλυτής

διαλυτ|ής
ο полигр. тот(__,__) кто ссыпает набор


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово тот, кто ссыпает набор? — διαλυτής
как с (ново)греческого переводится слово διαλυτής? — тот, кто ссыпает набор


#(ново)греческий словарьξεκουτιάρικοςανισόρροπααθέλητοςασύνετοςκοπιάωτελείαωκύπτεροςσπαθιάάλπειοςαλεξήνεμοςπικροκαρδίζωμαργαρίτηςμητροκτονίακοντράλτακοχλιακόςαερόκενοςμοτοσυκλετιστήςμετάγγισμόςεξιλέωσηηλεκτροφωταύγειαμπιστόλι


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω