Новогреческий словарь
διαλυτής
διαλυτ|ής
ο полигр.
тот(__,__) кто ссыпает набор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тот, кто ссыпает набор
? —
διαλυτής
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαλυτής
? — тот, кто ссыпает набор
#
(ново)греческий словарь
—
ξεκουτιάρικος
—
ανισόρροπα
—
αθέλητος
—
ασύνετος
—
κοπιάω
—
τελεία
—
ωκύπτερος
—
σπαθιά
—
άλπειος
—
αλεξήνεμος
—
πικροκαρδίζω
—
μαργαρίτης
—
μητροκτονία
—
κοντράλτα
—
κοχλιακός
—
αερόκενος
—
μοτοσυκλετιστής
—
μετάγγισμός
—
εξιλέωση
—
ηλεκτροφωταύγεια
—
μπιστόλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω