|
ο полигр. тот(__,__) кто ссыпает набор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто ссыпает набор? — διαλυτής как с (ново)греческого переводится слово διαλυτής? — тот, кто ссыпает набор — υπόδηση — αρκτοζέφυρος — παρκάκι — δίψασμα — υπερεντείνω — προσέλευση — ξιπασιά — σορόπι — απραγιά — δωρώ — αρατικός — κινητοποίηση — γεροξεκούτης — επιστηρίζω — μικρομετρικός — αναπτυγμένος — στρατιωτικός — στόχος — τεϊοποτείο — συναγώγιον — εντερορραφία |
|||