|
η 1) процеживание; 2) дренаж, осушение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово процеживание? — αποστράγγιση как на (ново)греческом будет слово дренаж? — αποστράγγιση как на (ново)греческом будет слово осушение? — αποστράγγιση как с (ново)греческого переводится слово αποστράγγιση? — процеживание, дренаж, осушение — ευγενικά — χεροκρατιέμαι — γρουσουζάνθρωπος — άνθηση — ζαχαροπλαστική — κουδουνάω — δεντρομολόχα — αμυντικότητα — αναίμακτα — χαρτικός — παιδολόι — ηδονίστρια — μαστίγιο — κοχύλι — ελκυσμό — υποπολλαπλάσια — χιτλερισμός — αγριεύω — τρίμηνο — πουλώ — εντεροτομία |
|||