|
двуногий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двуногий? — δίποδος как с (ново)греческого переводится слово δίποδος? — двуногий — δυσκολοκίνητος — διακατέχομαι — πιναρός — αριοφρύδης — ύπτια — απροσκύνηγος — αντιτείνω — πρόσφυμα — γενικότητα — εκλαϊκευτής — κωλομάγουλο — αποφασίζω — καταναγκάζω — προσεπικαλούμαι — καπίστρι — βουκιά — σακιδιοθήκη — μουλαρήσιος — μουσικοσυνθέτης — χλωριοφόρμιο — καθέκαστα |
|||