|
το церк. родительская суббота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родительская суббота? — ψυχοσάββατο как с (ново)греческого переводится слово ψυχοσάββατο? — родительская суббота — επαναπατρίζομαι — δανδής — σκούφος — επίβλεψη — πωλητής — εμβρόντητος — οξειδωτός — προσφέρω — κανονάρχισμα — τυραννισμένος — γκλάβα — εξιχνίαση — κατασπάνω — συκαμιενέα — πειστικότητα — ιερουργώ — αεροαποβατικός — αφορολόγητος — προαποστέλλω — νεοσύλλεκτος — σμιχτός |
|||