|
мед. коматозный; ~ κατάσταση — коматозное состояние #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коматозный? — κωματώδης как с (ново)греческого переводится слово κωματώδης? — коматозный — εξακριβώνω — γνωμοδοσία — εκκόπτω — ωμοφόριο — αντιφασιστής — ανασβολιά — επιστόμιση — νεωτερικός — γιαχνιστός — διπλόκωπος — σκακκίστρια — αμίσθωτος — αντιναύαρχος — μολυντήρι — εξαιρώ — μινιμαλιστής — σκωροφάγωμα — τυφλοπόντικο — ανθοβολία — μισοκαμμένος — σταδιοδρομία |
|||