|
(αор. διέξανα) чесать (шерсть), кардовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чесать? — διαξαίνω как на (ново)греческом будет слово кардовать? — διαξαίνω как с (ново)греческого переводится слово διαξαίνω? — чесать, кардовать — σκωπτικά — πρόφαση — υπερύψωση — παραείμαι — μποναμάς — μεταλλουργική — ψευδοευλάβεια — εμπαικτικός — αντιπληθωριστικός — ξένη — Αμερικανίδα — πετραχήλι — αχιλιά — διασπορά — λιγνός — μεγαλοφρονώ — ξάρμισμα — διπλασιασμένος — ψαρόβαρκα — θρανίο — ακρογιαλίτικος |
|||