|
кооперативный, коллективный; ~ή ιδιοκτησία — коллективная собственность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кооперативный? — συνεταιρισηκός как на (ново)греческом будет слово коллективный? — συνεταιρισηκός как с (ново)греческого переводится слово συνεταιρισηκός? — кооперативный, коллективный — μεσαιωνισμός — λαχανόσουπα — ψευδοδάφνη — αθεατρίνιστος — οικοδομική — αγγελομάχημα — παραγέρασμα — μελιστάλαχτος — αργαλειός — διασπορά — μουγκρίζω — ιμάμης — στυλιστική — διαπραγμάτευση — πορτοφόλι — θράκιος — γλυκοθωριά — ψευδής — προηγμένος — ορεκτικό — επιπροσθέτω |
|||