|
το соус (под дичь) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово соус? — σαλμί как с (ново)греческого переводится слово σαλμί? — соус — αθεατρίνιστος — αφωμοιωματικός — ρυθμικά — άχρηστος — πάστρα — προασπιστής — ατιμωτικά — εξτρεμιστικός — τεϊοποσία — κατακάθημαι — συνδικαλιστής — χαρίζομαι — δουλεία — διαπότιση — λιγοτεκνία — έφεξα — μυοτομία — ζωνάρα — απογυμνάζω — ξεπλέκω — χρωμοτυπογραφία |
|||