|
το послушное, слепое орудие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слепое орудие? — ενεργούμενο как с (ново)греческого переводится слово ενεργούμενο? — слепое орудие — κλάφτηκα — κληρωτίδα — ξινόχορτο — σκαπουλάρισμα — ιδιοσύστατος — μειωτικά — απομαυρίζω — ακύμαντος — βιώσιμος — παράνομα — ασύντριφτος — αντίχειρος — δυσφορώ — αλιτήριος — φαρμακοτρίφτης — ηδονίζομαι — αποκεντρώσιμος — γομαράγκαθο — αοριστολογώ — αυτοαναίρεσις — αισθητοποίηση |
|||