|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονόγλωσσος? — — ενσάρκωση — νερουλιάρικος — καταδίνω — καθαρεύουσα — ξεκούραστος — αμακατζού — αρχιμανδρίτης — βαριοκαρδίζω — υπολογίζω — παπαρδέλα — μεσοκυττάριος — οκτάστιχο — πειθώ — αποθαμβώνω — οινοπνευματικός — υδραιμία — καλιακούδα — Κρήτη — επίκουρος — κεφαλάρι — σκωληκοτροφία |
|||