|
геол. экзогенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экзогенный? — εξωγενής как с (ново)греческого переводится слово εξωγενής? — экзогенный — νεόπηκτος — γάστρωμα — μακρομάνικος — στρογγύλεμα — ακοινωνησία — τροποποιούμαι — εντυλίσσω — γραμμοφωνητζής — λυκειόπαιδο — σταντζιέρα — λειαντής — τίμηση — μυτερός — ροδέλαιο — κοινός — μουσκετάρισμα — πιστοχρεώνω — μυκηθμός — αδιάτρητος — άψυχος — οφίτης |
|||