|
το тех. кривошип #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кривошип? — στρόφαλο как с (ново)греческого переводится слово στρόφαλο? — кривошип — αλλού — επιπροσθώ — χελωνοειδής — παμμακάριστος — υπερκαλύπτω — παθητικά — ισοταχής — ματαιοσπουδώ — γέμος — εκτυλίσσομαι — καλιφάτο — στήνω — όχθος — αμυλάζη — γραμμογράφηση — καφετιέρα — καρατομώ — ελκηθρο — λούνω — σακκούλιασμα — κειμηλιοθήκη |
|||