|
το дитя; сын; дочь; τό εξώγαμο ~ — внебрачный ребёнок; τά ~α τής Ελλάδας — сыны Греции #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дитя? — τέκνο как на (ново)греческом будет слово сын? — τέκνο как на (ново)греческом будет слово дочь? — τέκνο как с (ново)греческого переводится слово τέκνο? — дитя, сын, дочь — εξαγοράζω — ανεμομείκτης — οντογένεια — παντρεύω — τρόικα — εστιώ — ενστερνίζομαι — ζυθοπότης — επακτικός — αναλγητικό — τουρκέτο — μαγγανικός — κρούσομαι — εισχωρώ — σαξοφωνίστας — βούρλισμα — ετερόδυνος — υπογραμματέας — ασπροντυμένος — αψιδοειδής — βατσινάρισμα |
|||