παρακέντηση

формы словаβ
παρακέντηση
η мед. прокол, пункция



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово прокол? — παρακέντηση
как на (ново)греческом будет слово пункция? — παρακέντηση
как с (ново)греческого переводится слово παρακέντηση? — прокол, пункция


δυσμεταχείριστοςαυγατώαμαζονικόςλόξευσησχάσιμοςαπεριποίητοςαδιαιρετότητακλίβανιοξεσυνέρισμαλατρευτόςκέραμοςαφορίζωνεφρίτηςοπισθογράφησηΜεφιστοφελήςξενόφωνοςεργένηςβλαστητικόςαντιστρέψιμοςεξαπατητικόςζωέμπορος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit