|
η мед. прокол, пункция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прокол? — παρακέντηση как на (ново)греческом будет слово пункция? — παρακέντηση как с (ново)греческого переводится слово παρακέντηση? — прокол, пункция — δυσμεταχείριστος — αυγατώ — αμαζονικός — λόξευση — σχάσιμος — απεριποίητος — αδιαιρετότητα — κλίβανιο — ξεσυνέρισμα — λατρευτός — κέραμος — αφορίζω — νεφρίτης — οπισθογράφηση — Μεφιστοφελής — ξενόφωνος — εργένης — βλαστητικός — αντιστρέψιμος — εξαπατητικός — ζωέμπορος |
|||