|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρτύσιμος? — — ασβεστόπετρα — γυμναστής — στοχαστής — όψιμος — αναίρεση — ράβδωση — δραχμή — διαιρετέος — ψευδοροφή — εθελόδουλος — εγκέφαλος — αφθόνητος — ποσοστό — μεγαλύνω — εγχειρώ — ιδανικός — αποκληρώνω — γαργάλι — αδρόσιστος — θηλασμός — αθεϊστικός |
|||