|
1) сдерживаться; 2) образумливаться; τώρα τελευταία ~εύτηκε — [phrase]он в последнее время образумился[/phrase]; καί δέν ~εύεται — ирон. [phrase]и понес, и понёс...[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сдерживаться? — συμμαζώνομαι как на (ново)греческом будет слово образумливаться? — συμμαζώνομαι как с (ново)греческого переводится слово συμμαζώνομαι? — сдерживаться, образумливаться — άμμος — πηδαλιούχηση — καναπές — πολωτικός — επιζήτηση — ανθρωπομορφικά — δαιμονιακός — μονολεκτικός — καρποφορώ — αρίθμηση — έκπαλσι — συμμιγνύω — αρμενοβελόνα — αοριστία — αναλάμπω — ετοιμόγεννη — καθώς — άνυδρος — λουσαρίζω — αεριώδης — λατινικά |
|||