|
реставрация #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναπαλαίωση? — — μανταλωτός — καθορώ — γαλβάνωση — ελεφαντούργημα — διπλότυπο — στροβίλισμα — ίδρωση — αξιοσύνη — νυχτοκάντηλο — σμυριδεργάτης — γωνιοειδής — ροβολάω — δαφνοκέρασος — αριστερόχειρας — απόρθητα — πεταλοειδής — απόδιαβα — εξάπτω — ανυφάντρα — ανέβα — πορνεύομαι |
|||