|
неподготовленный; неготовый; βρίσκω κάποιον ~ον — заставать (__кого-л.__) врасплох #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неподготовленный? — απροετοίμαστος как на (ново)греческом будет слово неготовый? — απροετοίμαστος как с (ново)греческого переводится слово απροετοίμαστος? — неподготовленный, неготовый — μεσοβορρας — δοκιμάστρια — στυφάδα — Καυκάσιος — αρχοντογεννημένος — οπλομαχώ — αρβυλοποιός — θαλασσοδάνειο — εμμηνορροϊκός — πιστοδότηση — καρκινοπαθής — αναγνώρνμος — σελλάδικο — θεαματικότης — αντιστρέψιμος — ακτινολογία — καναδέζικος — δέκατο — κροταφιαίος — ηλεκτροσκόπιο — γλυκοξέφωτα |
|||