|
ο пострадавший; === ο ~ μαθός или ο ~ γιατρός — [phrase] человек(__,__) наученный горьким опытом; человек(__,__) которого беда научила[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пострадавший? — παθός как с (ново)греческого переводится слово παθός? — пострадавший — πολυθεϊστής — στιγμιογράφησις — γυναικείος — βοσκάρια — ραχατλίδικος — ευυπόληπτος — ορφάνια — σαγματοπώλης — λεύκη — αποψινός — βενετσιάνικος — δίδαγμα — άβρωμος — ευμέθοδον — παρανομώ — Δεύτερονόμιον — κονδολομάχαιρο — ασημοκερατάς — καθορευουσιάνος — φακιρικός — ταμπούρλο |
|||